μόνε

μόνε
μόνος
alone
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μόνε — (Μ μόνε) (μόριο με σημ. εναντ. συνδ.) αλλά, αλλά και, εντούτοις, επί πλέον, μόνο, μονάχα (α. «δεν φτάνει που έφταιγε μόνε ζητάει και ρέστα» β. «μόνε καημούς και βάσανα κι αναστενάγματά μου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. φρ. «μόνε μόνε» μόλις και μετά βίας,… …   Dictionary of Greek

  • Μονέ, Κλοντ — (Claude Monet, Παρίσι 1840 – Ζιβερνί 1926). Γάλλος ζωγράφος, της από της μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και της δημιουργούς του ιμπρεσιονισμού. Η ζωγραφική του διαμόρφωση πραγματοποιήθηκε στη Χάβρη. Εκεί γνώρισε τον Μπουντέν που τον ώθησε… …   Dictionary of Greek

  • Μονέ, Ζαν — (Jean Monnet, Κονιάκ 1888 – Παρίσι 1979). Γάλλος οικονομολόγος και διπλωμάτης, του οποίου το όνομα συνδέθηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη σύλληψη και πραγμάτωση της ιδέας της. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μ. ήταν αντιπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • Λαμάρκ, Ζαν Μπατίστ Πιερ Αντουάν ντε Μονέ ντε- — (Jean Baptiste Pierre Antoine de Monet de Lamarck, Μπαζαντέν 1744 – Παρίσι 1829). Γάλλος φυσιοδίφης. Προοριζόταν να γίνει ιερωμένος, κατατάχθηκε όμως στον στρατό και σπούδασε ιατρική στο Παρίσι. Ο Λ. αφιερώθηκε στη μελέτη διαφόρων κλάδων της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

  • Ντιράν-Ριέλ, Πολ — (Paul Durand Ruel, Παρίσι 1831 – 1922). Γάλλος έμπορος τέχνης. Με το φωτισμένο πνεύμα του και την επιμονή του συνέβαλε στην επικράτηση της καλύτερης γαλλικής ζωγραφικής στην περίοδο μεταξύ 1830 και 1890. Κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”